- κνισῶδες
- κνισώδηςsteaming like roast meatmasc/fem voc sgκνισώδηςsteaming like roast meatneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κνισώδης — κνισώδης, ῶδες (Α) [κνίσα] 1. αυτός που αναδίδει κνίσα ψητού κρέατος 2. μτφ. ταγγός, με δυσάρεστη γεύση («τὸ μνημονευόμενον ἀμαυρὸν καὶ κνισῶδες», Πλούτ.) … Dictionary of Greek